- θητώνιον
- θητώνιονhireneut nom/voc/acc sgθητωνέωhireimperf ind act 3rd pl (doric)θητωνέωhireimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θητώνιον — θητώνιον, τὸ (Α) μισθός, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θής, γεν. θητ ός + ωνιον (< ώνιος «που μπορεί να αγοραστεί» < ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. επ ώνιον, oψ ώνιον] … Dictionary of Greek
θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
θητωνώ — θητωνῶ, έω (Α) [θητώνιον] παίρνω μισθό … Dictionary of Greek